ΤΟ ΧΑΣΙΣΙ

Image result for lazaratDroga eshte e mire <3!!!
.
Με τον όρο Χασίς (χασίσι, μαύρο/μαύρη, νταμίρα, σοκολάτα,καλαματιανό) εννοείται το συμπυκνωμένο στερεό παρασκεύασμα που προέρχεται από το φυτό Ινδική Κάνναβις (cannabis indica). Πολλές φορές με το ίδιο όνομα χαρακτηρίζονται και τα προϊόντα του φυτού αυτού που είναι τριών ειδών: ο ανθός (κορυφές) μαζί με φύλλα του φυτού (κοινώς Φούντα), η ρητίνη του φυτού καθώς και διάφορα σύνθετα μίγματα των προηγουμένων, αν και συνήθως το φυτό αναφέρεται ως Χασισόδεντρο ή Χασισιά.
  • Η χρήση των παρασκευασμάτων αυτών ονομάζεται χασισοποτεία, ο δε χρήστης ή ο εξαρτημένος στη συνήθεια της μέθης με χασίσι ονομάζεται χασισοπότης, κοινώς χασικλής. Τα ρεμπέτικα τραγούδια που έχουν ως θέμα τους το χασίς, ονομάζονται χασικλίδικα.
Η τιμή δρόμου για το χασίς στην Ευρώπη το 2011 κυμαινόταν από 3 ευρώ (Πορτογαλία) ανά γραμμάριο έως 18 ευρώ στη Μάλτα ή ακόμα και 200 κορώνες (20 ευρώ) στη Νορβηγία.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χασίς έχει καταναλωθεί για πολλούς αιώνες, αν και δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για το που πρωτοεμφανίστηκε.[1] Η Βόρεια Ινδία έχει μακρά κοινωνική παράδοση στην παραγωγή του χασίς, γνωστό τοπικά ως τσάρας, το οποίο πιστεύεται ότι είναι η ίδια φυτική ρητίνη που καιόταν στο τελετουργικό μπουζ ρουζ της Αρχαίας Περσίας.[2]
Η πρώτη αναφορά του όρου "χασίς" είναι σε ένα φυλλάδιο που δημοσιεύθηκε στο Κάιρο το 1123, κατηγορώντας τους μουσουλμάνους Νιζάρι ότι ήταν "χασισοφάγοι".[3] Τον 13ο αιώνα ο Ιμπν Ταϋμίγιαχ απαγόρευσε τη χρήση του χασίς. Ανέφερε ότι εισήχθη στην Ανατολή με την εισβολή των Μογγόλων (σε όλο τον 13ο αιώνα).[4] Το κάπνισμα δεν ήταν συνηθισμένο στον Παλαιό Κόσμο παρά μόνο μετά την εισαγωγή του καπνού, οπότε μέχρι τον 16ο αιώνα το χασίς καταναλωνόταν ως βρώσιμο στον μουσουλμανικό κόσμο.[5]
Το 1596 ο Ολλανδός Γιαν Χούιγκεν φαν Λινσότεν έγραψε τρεις σελίδες στο "Bangue" (μπανγκ) στο ιστορικό του έργο που τεκμηριώνει τα ταξίδια του στην Ανατολή. Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο χασίς της Αιγύπτου.[6] Ανέφερε ότι το Μπανγκ χρησιμοποιείται επίσης πολύ στη Τουρκία και στην Αίγυπτο και παρασκευάζεται σε τρία είδη με τρία ονόματα, με το πρώτο από τους Αιγύπτιους να ονομάζεται Ασσίς (Χασίς (αραβικό).

Comments